- επαμοίβιμος
- ἐπαμοίβιμος, -ον (Α)1. ο ανταλλακτικός2. ο αναφερόμενος στην εμπορική συναλλαγή («ἐπαμοίβιμα ἔργα» — έργα εμπορικής συναλλαγής).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαμοίβιμα — ἐπαμοίβιμος barter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαμοιβαίος — ἐπαμοιβαῑος, α, ον (Μ) επαμοίβιμος, ανταλλακτικός, αναφερόμενος στην εμπορική συναλλαγή … Dictionary of Greek